- ξέστηθος
- -η, -οαυτός που αφήνει να φαίνονται τα στήθη του, ο ξεστηθωμένος: Μας ήρθε στο μνημόσυνο ξέστηθη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξέστηθος — η, ο αυτός που έχει γυμνό στήθος, που φαίνεται το στήθος του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + στήθος] … Dictionary of Greek
στήθος — το, ΝΜΑ, και στήθι και αστήθι Ν, και στᾱθος Α 1. το πρόσθιο τμήμα τού θώρακα τού ανθρώπου και τών ζώων (α. «τραβούν γυναίκες τα μαλλιά, δέρνουν τ άσπρα τους στήθια», δημ. τραγούδι β. «κατὰ τὸ στῆθος ὁμοίως ἁπάντων τῶν ζώων», Αριστοτ.) 2. στον… … Dictionary of Greek